ασυμπίεστος

ασυμπίεστος
-η, -ο
αυτός που δεν συμπιέστηκε ή που δεν επιδέχεται συμπίεση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + συμπιέζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1861 στον Β. Λάκωνα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • απίλητος — ἀπίλητος, ον (Α) ο ασυμπίεστος, ο ελαστικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + πιλητός < πιλώ «συμπιέζω, συνθλίβω»] …   Dictionary of Greek

  • απατίκωτος — η, ο μη πατικωμένος, ασυμπίεστος, αστοίβαχτος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”